lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα ουγγρική

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
hajótörés, katasztrófa, összeomlás, csapás, iszapomlás, vereség, baj, kór, szerencsétlenség
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα ουγγρική, hajótörés στα ελληνικά
συμφορά στα ουγγρική