υποφερτός στα αγγλικά υποφερτός στα τσεχική υποφερτός στα γερμανικά υποφερτός στα ισπανικά υποφερτός στα γαλλικά υποφερτός στα ρωσικά υποφερτός στα σουηδικά υποφερτός στα λευκορωσίας υποφερτός στα ουγγρική υποφερτός στα πορτογαλικά υποφερτός στα ουκρανικά υποφερτός στα πολωνική
χέρι στα σλοβενική ακτινοβόλος στα ουκρανικά βουλώνω στα δανική φοιτήτρια στα γερμανικά στυφότητα στα λευκορωσίας
βουλώνω συνώνυμα φοιτήτρια κομμάτια από το ποτό... αυτοϊκαvοποιούνταν μέσα σε χέρι ανατομία ακτινοβόλος ενέργεια