lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βουλώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clod, clog, glut, jam, plug, wad
βουλώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
překážet, ucpat, zacpat, zahradit, zanášet, zanést, zatarasit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stopfen, verstopfen, zuhalten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
proppe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atascar, cegar, tapar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arborer, aveugler, boucher, embouteiller, enchifrener, encombrer, engorger, oblitérer, obstruer, obturer, suffoquer, super, tamponner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intasare, ostruire, otturare, tamponare, tappare, turare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
proppe, teppa
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заделывать, запихивать, засорять, затыкать, напихивать, укупоривать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
täppa
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
заторкаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ummistama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukkia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrolhar, atascar, tampar, tapar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жмуток, закрийте, затикати, конопатьте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zapychać, zatykać

Σχετικές λέξεις

βουλώνω συνώνυμα