lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φουσκώνω στα ιταλικά

Λέξη:
φουσκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (2):
enfiare, gonfiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φουσκώνω, φουσκώνω στα ιταλικά, enfiare στα ελληνικά
φουσκώνω στα ιταλικά