lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φουσκώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
φουσκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
виконайтеся, вчинити, вчиняти, дитина, зайнятися, зробити, козеня, надимати, надувати, надути, ошукувати, робити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φουσκώνω, φουσκώνω στα ουκρανικά, виконайтеся στα ελληνικά
φουσκώνω στα ουκρανικά