κράχτης τσίχλας, κράχτης πέτρος, κράχτης πάπιας, κράχτης αγγλικά, κράχτησ συνώνυμο, ο κράχτησ
οινόπνευμα λογικός δόνηση ουσία εμφανής μετατροπή ελιγμός εντομοκτόνο χαμηλός απόδειξη μέγεθος διορθώνω λύσσα τέτοιος υποδουλώνω επιτρέπω υπαινιγμός σκοτώνω σιγουριά σημαντικός