lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βράζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
βράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
гатаваць, голова, кіпяціць, парыць, травіць, кіпець, выкіпець
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βράζω, βράζω χόρτα, βράζω στο ζουμί μου, βράζω ρύζι, βράζω παντζάρια, βράζω μπρόκολο, βράζω στα λευκορωσίας, гатаваць στα ελληνικά
βράζω στα λευκορωσίας