lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βράζω στα γερμανικά

Λέξη:
βράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
gären, gekocht, kochen, sieden, brausen, brodeln, überkochen, überlaufen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βράζω, βράζω χόρτα, βράζω στο ζουμί μου, βράζω ρύζι, βράζω παντζάρια, βράζω μπρόκολο, βράζω στα γερμανικά, gären στα ελληνικά
βράζω στα γερμανικά