lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γωνιακός στα λευκορωσίας

Λέξη:
γωνιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
вуглаваты, непадатлівы, нехлямяжы, нязграбны, няспрытны, рэзкі, вуглавы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας γωνιακός, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός τροχός pws 125 a1, γωνιακός τροχός 230mm, γωνιακός τροχός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός στα λευκορωσίας, вуглаваты στα ελληνικά
γωνιακός στα λευκορωσίας