lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γωνιακός στα ουκρανικά

Λέξη:
γωνιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
вузлуватий, кутастий, кутній, кутова, кутове, кутовий, кутовою, кутової, кутовій, наріжний, трикутний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γωνιακός, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός τροχός pws 125 a1, γωνιακός τροχός 230mm, γωνιακός τροχός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός στα ουκρανικά, вузлуватий στα ελληνικά
γωνιακός στα ουκρανικά