μαύρισμα στα αγγλικά μαύρισμα στα γερμανικά μαύρισμα στα ισπανικά μαύρισμα στα γαλλικά μαύρισμα στα ιταλικά μαύρισμα στα ρωσικά μαύρισμα στα πορτογαλικά μαύρισμα στα ουκρανικά μαύρισμα στα πολωνική
καθαρίζω στα τσεχική θρεπτικός στα αγγλικά ελαττωματικός στα τσεχική πείνα στα δανική σαράντα στα αλβανικά
ελαττωματικός στα αγγλικά καθαρίζω το φούρνο θρεπτικός συνώνυμο πείνα στην εγκυμοσύνη σαράντα παλικάρια