lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
аплачваць, плацiць, плаціць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα λευκορωσίας, аплачваць στα ελληνικά
πληρώνω στα λευκορωσίας