lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χάνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
χάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
губіць, губляць, згубiць, нішчыць, траціць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας χάνω, χάνω τον έλεγχο, χάνω συνώνυμα, χάνω μέρες lyrics, χάνω μέρες, χάνω κιλά, χάνω στα λευκορωσίας, губіць στα ελληνικά
χάνω στα λευκορωσίας