lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάρρηξη στα λιθουανική

Λέξη:
διάρρηξη (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
plėšimas, vagystė
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική διάρρηξη, διάρρηξη του χαλινού, διάρρηξη του παρθενικού υμένα, διάρρηξη σύμβασης, διάρρηξη συμβολαίου, διάρρηξη πόρτας ασφαλείας, διάρρηξη στα λιθουανική, plėšimas στα ελληνικά
διάρρηξη στα λιθουανική