lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα λιθουανική

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (5):
dėstyti, mokyti, mokytojauti, mokytis, studijuoti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα λιθουανική, dėstyti στα ελληνικά
διδάσκω στα λιθουανική