lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα νορβηγικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
banke, dunka, dunke, erobre, hogge, mishandle, misshandla, nedslå, rundjule, slå, støta
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα νορβηγικά, banke στα ελληνικά
δέρνω στα νορβηγικά