συγκλίνω στα αγγλικά συγκλίνω στα τσεχική συγκλίνω στα γερμανικά συγκλίνω στα δανική συγκλίνω στα ισπανικά συγκλίνω στα γαλλικά συγκλίνω στα ιταλικά συγκλίνω στα ρωσικά συγκλίνω στα σουηδικά συγκλίνω στα φινλανδικά συγκλίνω στα πορτογαλικά συγκλίνω στα πολωνική
κατορθώνω στα γερμανικά πίστη στα γερμανικά εξερευνώ στα αγγλικά ακουστική στα λιθουανική ενθουσιώδης στα αγγλικά
εξερευνώ την επιστήμη κατευθύνω συνώνυμο πίστη στο θεό ενθουσιώδης συνωνυμα ακουστική εμπέδηση