lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξυράφι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
razor, shaver
ξυράφι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
břitva
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rasierapparat, rasierer, rasiermesser, rasierzeug
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
barberblad, barberkniv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afeitadora, navaja
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raseur, rasoir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rasoio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barberblad, barberkniv
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бритва
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
брытва
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
habemenuga, pardel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
partaveitsi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
britva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
borotva
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skustuvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
navalha, navarra
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
britva
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бритва
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
brzytwa, golarka

Σχετικές λέξεις

ξυράφι ξυρίσματος, ξυράφι του όκαμ, ξυράφι dovo, ξυράφι καβάλα, ξυράφι ασφαλείασ, ξυράφι κουρέματος, ξυράφι ή ξυριστική μηχανή, εκδόσεισ ξυράφι, ονειροκρίτης ξυράφι, μυαλό ξυράφι