ξυράφι ξυρίσματος, ξυράφι του όκαμ, ξυράφι dovo, ξυράφι καβάλα, ξυράφι ασφαλείασ, ξυράφι κουρέματος, ξυράφι ή ξυριστική μηχανή, εκδόσεισ ξυράφι, ονειροκρίτης ξυράφι, μυαλό ξυράφι
χιούμορ συντροφιά συντονισμός δάσος ύφασμα τρίβω ποίηση υποχρεωτικός κλίση χορδή φράγμα ορκίζομαι ύφασμα ευθυμία περίπου κατασκευάζω αποζημιώνω ενθουσιασμός σημειώνω νικητής