lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οργώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
furrow, plough, till
οργώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
brázdit, obdělávat, orat, zbrázdit, zorat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ackern, pflügen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fure, pløje
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arar, laborar, labrar, surcar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biloquer, buriner, labourer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fure, pløye
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспахать, вспахивать, запахать, пахать, распахать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plöja
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
араць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aurata, kyntää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szántani, szántás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
arti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
orać, zaorać

Σχετικές λέξεις

οργώνω τις θάλασσες