lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appellation, definition, denomination, designation, determination, epithet, phrase, term
ορισμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
definice, definování, determinace, jméno, název, odhodlání, označení, pojmenování, rozhodnutí, stanovení, určení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begriffsbestimmung, bestimmung, bezeichnung, definition
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
term
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
definición, denominación, descripción, determinación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appellation, complément, définition, dénomination, détermination, qualification
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
definizione, denominazione, determinazione, qualificazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besluttsomhet, definisjon, term
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дефиниция, наименование, определение, очерчивание
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
term
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkufizim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
название, наименование, определение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
азначэнне, акрэсленне, выяўленне, прызначэнне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
määratlus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määre, määritelmä, nimitys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nazivanje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
definíció, meghatározás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apibrėžimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
determinais
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
definícia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визначення, винахід, властивість, відкриття, дефініція, знахідка, кваліфікація, означення, оцінка, побачення, посада, приділення, призначення, розпізнання, рішучість, якість, ідентифікація
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
definicja, określenie

Σχετικές λέξεις

ορισμός τραγωδίας, ορισμός καινοτομίας, ορισμός μμε, ορισμός ρατσισμού, ορισμός υγείας, ορισμός ανεργίας, ορισμός διαδικτύου, ορισμός επικοινωνίας, ορισμός λέξεων, ορισμός διαφήμισης