lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γνωρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
can, knew, know, known, meet, recognize
γνωρίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dovést, poznat, rozeznat, rozpoznat, umět, uznat, vědění, vědět, znát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansehen, kennen, können, verstanden, verstehen, wissen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erfare, erkende, genkende, kende, kunne, opdage, vide
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocer, dominar, entender, poseer, reconocer, saber
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaître, posséder, savoir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conoscere, riconoscere, sapere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erfare, kjenne, kunne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
знать, познавать, признавать, узнавать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känna
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
di, njoh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зная
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ведаць, зазнаваць, пазнаваць, уведваць, умець
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tunnustama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osata, tietää, tunnustaa, tuntea
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepoznati, znati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ismer, ismerni, megismerkedik, megismertet, ráismer, tudni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conhecer, reconhecer, saber
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
vedeti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vedieť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бачити, вміти, гідність, дивитися, дивіться, достоїнство, змогти, знати, знатність, знать, зрозумійте, зрозуміти, могти, побачити, пізнавати, уміти, якість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
poznawać, umieć, znać

Σχετικές λέξεις

γνωρίζω συνώνυμα, γνωρίζω το διαδίκτυο, γνωρίζω μιλάω αλλάζω, γνωρίζω την πόλη μου, γνωρίζω το μαγικό κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου, γνωρίζω τις παράλληλες και τις τεμνόμενες ευθείες, γνωρίζω συνώνυμο, γνωρίζω το σώμα μου, γνωρίζω τους αριθμούς ως το 200.000, γνωρίζω το σώμα μου στο νηπιαγωγείο