lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επαγωγή στα ουγγρική

Λέξη:
επαγωγή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
áramgerjesztés, indukció
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επαγωγή, επαγωγή όρκου, επαγωγή φιλοσοφία, επαγωγή της κληρονομίας, επαγωγή συνώνυμο, επαγωγή στην πολυπλοκότητα, επαγωγή στα ουγγρική, áramgerjesztés στα ελληνικά
επαγωγή στα ουγγρική