lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γλύπτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carver, sculptor, statuary
γλύπτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sochař
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bildhauer, schnitzer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
billedhugger, skulptør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entallador, escultor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scultore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
billedhogger, billedhugger, skulptør
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ваятель, скульптор
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bildhuggare, skulptör
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skulptor
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
скульптар
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kujur, skulptor
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kipar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szobrász
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skulptorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escultor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sochár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rzeźbiarz

Σχετικές λέξεις

γλύπτης νικόλας, γλύπτης τάκης, γλύπτης βασίλης στενός, γλύπτησ θόδωροσ, γλύπτης παπαγιάννης, γλύπτης πολύκλειτος, γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης αλκαμένης, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης αρμακόλας