lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έθιμο στα ουκρανικά

Λέξη:
έθιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
вживання, вжиток, договір, застосування, засіб, збори, звичай, звичка, зовнішність, конвенційний, конвенція, метод, практика, режим, спосіб, уживання, ужиток, фасон
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έθιμο, έθιμο χαρταετού, έθιμο τσικνοπέμπτης, έθιμο του χαρταετού, έθιμο του μάρτη, έθιμο του κλήδονα, έθιμο στα ουκρανικά, вживання στα ελληνικά
έθιμο στα ουκρανικά