lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγείο στα ουκρανικά

Λέξη:
αγγείο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
апарат, банкір, блюдо, виріб, замок, корабел, корабель, крейсер, одиниця, посуд, посудина, підрозділ, ремесло, садовод, спритність, стілець, судно, табурет, табуретка, установка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγγείο, αγγείο φρανσουά, αγγείο των θεριστών, αγγείο συνώνυμα, αγγείο προνόμου, αγγείο ονειροκρίτης, αγγείο στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
αγγείο στα ουκρανικά