lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρόθυμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amenable, apt, disposed, given, inclined, open, prone, proneness, readymade, subject, toward, willing
πρόθυμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jedinec, náchylný, námět, osoba, poddaný, podmět, předmět, téma, uspořádaný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bereit, geneigt, untergeordnet
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
emne, tema, til, villig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asunto, dispuesto, inclinado, propenso, sujeto, tema
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disposé, enclin, sujet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
argomento, disposto, incline, materia, prono, soggetto, suddito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
emne, tilbøyelig, villig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
готовый, подвержен, подверженный, предрасположен, предрасположенный, склонный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
disponerad, hågad, vilig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
схільны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taipuvainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tema
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hajlandóhajlamos, állampolgár
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tema
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assunto, inclinado, motivo, procrie, propenso, sujeito, tema
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідний, здібний, придатний, підхожий, схильний, тема
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
skłonny

Σχετικές λέξεις

πρόθυμος συνώνυμο, πρόθυμος λεξικό, πρόθυμος συνώνυμα, πρόθυμος ετυμολογία, πρόθυμος αγγλικά, πρόθυμος αντίθετη λέξη, πρόθυμος σημασία, πρόθυμος dictionary, πρόθυμος μετάφραση, είμαι πρόθυμος