lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγκάθι στα ουκρανικά

Λέξη:
αγκάθι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
брутальний, грубий, калькуйте, колючка, мова, неввічливий, незакінчений, необроблений, неприємний, нерівний, нечемний, неґречний, пошерхлий, різкий, суворий, терпкий, хребет, шерехатий, шерхлий, шершавий, шип, шорсткий, щука, язик
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγκάθι, αγκάθι του χριστού φυτό, αγκάθι του χριστού, αγκάθι του αγίου ιωάννη ή βαλσαμόχορτο, αγκάθι του αγίου ιωάννη, αγκάθι στο πόδι, αγκάθι στα ουκρανικά, брутальний στα ελληνικά
αγκάθι στα ουκρανικά