lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδιάκριτος στα ουκρανικά

Λέξη:
αδιάκριτος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
важіль, дивний, допитливий, живий, житловий, життя, зацікавлений, носатий, підглядати, піддивлятися, смачний, цікавий, чудний, чіткий, інтересний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αδιάκριτος, αδιάκριτοσ english, αδιάκριτος συνώνυμο, αδιάκριτος στα αγγλικά, αδιάκριτος μετάφραση, αδιάκριτος αγγλικά, αδιάκριτος στα ουκρανικά, важіль στα ελληνικά
αδιάκριτος στα ουκρανικά