αδιάκριτος στα αγγλικά αδιάκριτος στα τσεχική αδιάκριτος στα γερμανικά αδιάκριτος στα δανική αδιάκριτος στα ισπανικά αδιάκριτος στα γαλλικά αδιάκριτος στα ιταλικά αδιάκριτος στα νορβηγικά αδιάκριτος στα σουηδικά αδιάκριτος στα αλβανικά αδιάκριτος στα λευκορωσίας αδιάκριτος στα εσθονική αδιάκριτος στα φινλανδικά αδιάκριτος στα κροατικά αδιάκριτος στα ουγγρική αδιάκριτος στα λιθουανική αδιάκριτος στα πορτογαλικά αδιάκριτος στα ουκρανικά αδιάκριτος στα πολωνική
έδαφος στα γαλλικά έκτρωση στα γερμανικά σκουπίζω στα ισπανικά δυο στα πολωνική εκπαίδευση στα ιταλικά
σκουπίζω meaning εκπαίδευση ενηλίκων έδαφος του στόματος δυο νυχτες