lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αεροπλάνο στα ουκρανικά

Λέξη:
αεροπλάνο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
авіаційний, авіація, аероплан, вантажити, виріб, відправити, відправляти, завантажити, корабель, літак, перевезти, перевозити, посудина, ракета, ракетний, реактивний, ремесло, спритність, судно
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αεροπλάνο, αεροπλάνο χάθηκε, αεροπλάνο που χάθηκε, αεροπλάνο ονειροκρίτης, αεροπλάνο μαλαισίας, αεροπλάνο μαλαισία, αεροπλάνο στα ουκρανικά, авіаційний στα ελληνικά
αεροπλάνο στα ουκρανικά