lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναρρώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
αναρρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
вилікувати, видужати, видужувати, надолужити, надолужте, надолужувати, одужати, одужувати, повернути, повертати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναρρώνω, αναρρώνω συνώνυμα, αναρρώνω στα αγγλικα, αναρρώνω αγγλικα, αναρρώνω στα ουκρανικά, вилікувати στα ελληνικά
αναρρώνω στα ουκρανικά