lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναρρώνω στα ρωσικά

Λέξη:
αναρρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
выздоравливать, вылечить, заживать, излечить, выздороветь, здороветь
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αναρρώνω, αναρρώνω συνώνυμα, αναρρώνω στα αγγλικα, αναρρώνω αγγλικα, αναρρώνω στα ρωσικά, выздоравливать στα ελληνικά
αναρρώνω στα ρωσικά