lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανδρικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ανδρικός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
відважний, змужнілий, мужній, спортсменський, чоловічий, чоловічій, чоловічої, чоловічою
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανδρικός, ανδρικός χαρτοφύλακας, ανδρικός υπογοναδισμός, ανδρικός σταυρός, ανδρικός σκούφος, ανδρικός προστάτης, ανδρικός στα ουκρανικά, відважний στα ελληνικά
ανδρικός στα ουκρανικά