lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανυπάκουος στα ουκρανικά

Λέξη:
ανυπάκουος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
бунтарський, непіддатливий, неслухняний, пустотливий, шкідливий, бурхливий, непокірливий, непокірний, сердитий, упертий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανυπάκουος, ανυπάκουος στα ουκρανικά, бунтарський στα ελληνικά
ανυπάκουος στα ουκρανικά