lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαντώ στα ουκρανικά

Λέξη:
απαντώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
відповідати, відповісти, влаштовувати, влаштувати, задовольнити, задовольніть, задовольняти, заперечити, заперечувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απαντώ, δεν απαντώ, απαντώ συνώνυμα, απαντώ στα αγγλικα, απαντώ κλίση, απαντώ ετυμολογία, απαντώ στα ουκρανικά, відповідати στα ελληνικά
απαντώ στα ουκρανικά