lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απεργία στα ουκρανικά

Λέξη:
απεργία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
бити, вражати, вразити, відкриття, збори, зупинення, зупинка, припинення, страйк, страйкувати, удар, укладати, укласти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απεργία, απεργία φαρμακοποιών, απεργία φαρμακείων, απεργία συμβολαιογράφων, απεργία ολμε, απεργία μμμ, απεργία στα ουκρανικά, бити στα ελληνικά
απεργία στα ουκρανικά