lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απεργία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
go-slow, stoppage, strike, walk-out, walkout
απεργία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
stávka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeitseinstellung, ausstand, streik
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
strejke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huelga
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grève
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciopero
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streik
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
забастовка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strejk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забастоўка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakko
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sztrájk
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
streikas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
greve
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бити, вражати, вразити, відкриття, збори, зупинення, зупинка, припинення, страйк, страйкувати, удар, укладати, укласти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
strajk

Σχετικές λέξεις

απεργία αδεδυ, απεργία φαρμακείων, απεργία εοπυυ, απεργία φαρμακοποιών, απεργία ολμε, απεργία δικαστικών υπαλλήλων, απεργία μμμ, απεργία ικα, απεργία συμβολαιογράφων, απεργία γιατρών ικα