lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκάλυψη στα ουκρανικά

Λέξη:
αποκάλυψη (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
винахід, виявити, виявлення, виявляння, виявляти, відкриття, знайти, знаходити, знахідка, отвір, прорив, проривався, шукати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποκάλυψη, αποκάλυψη – «βόμβα» με ποιον πασίγνωστο ηθοποιό είναι ζευγάρι η βάνα ραμπότα (φωτο), αποκάλυψη – «βόμβα» με ποιον πασίγνωστο ηθοποιό είναι ζευγάρι η βάνα, αποκάλυψη τώρα ταινία, αποκάλυψη τώρα, αποκάλυψη του ιωάννου, αποκάλυψη στα ουκρανικά, винахід στα ελληνικά
αποκάλυψη στα ουκρανικά