lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποπνικτικός στα ουκρανικά

Λέξη:
αποπνικτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
безповітряний, близький, близько, душний, завершення, задушливий, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, пекучий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποπνικτικός, αποπνικτικός στα ουκρανικά, безповітряний στα ελληνικά
αποπνικτικός στα ουκρανικά