αποπνικτικός στα αγγλικά αποπνικτικός στα τσεχική αποπνικτικός στα γερμανικά αποπνικτικός στα δανική αποπνικτικός στα ισπανικά αποπνικτικός στα γαλλικά αποπνικτικός στα ιταλικά αποπνικτικός στα νορβηγικά αποπνικτικός στα ρωσικά αποπνικτικός στα σουηδικά αποπνικτικός στα λευκορωσίας αποπνικτικός στα φινλανδικά αποπνικτικός στα ουγγρική αποπνικτικός στα πολωνική
έμβρυο στα ιταλικά κόβω στα γαλλικά ψίχουλο στα σουηδικά κουρέας στα σουηδικά επιβήτορας στα φινλανδικά
έμβρυο 15 εβδομάδων κόβω τούφες μεξικανός επιβήτορας κουρέας αυτοκτόνησε