lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστυφύλακας στα ουκρανικά

Λέξη:
αστυφύλακας (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
закон, констебль, мідний, мідь, пастка, полісмен, поліцейський, право, слуга, трап
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αστυφύλακας, μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας π.σ, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας μάτης χρήστος, αστυφύλακας στα ουκρανικά, закон στα ελληνικά
αστυφύλακας στα ουκρανικά