lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστυφύλακας στα λευκορωσίας

Λέξη:
αστυφύλακας (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
палісмен, паліцэйскі
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αστυφύλακας, μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας π.σ, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας μάτης χρήστος, αστυφύλακας στα λευκορωσίας, палісмен στα ελληνικά
αστυφύλακας στα λευκορωσίας