lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρκα στα ουκρανικά

Λέξη:
βάρκα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
апарат, банкір, виріб, замок, корабел, корабель, крейсер, лушпина, одиниця, посудина, підрозділ, ремесло, садовод, спритність, стілець, судно, табурет, табуретка, установка, човен
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βάρκα, βάρκα χωρίς πανιά στίχοι, βάρκα χωρίς πανιά, βάρκα στο γιαλό στίχοι, βάρκα στο γιαλό γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό, βάρκα στο γιαλό, βάρκα στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
βάρκα στα ουκρανικά