lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βέλος στα ουκρανικά

Λέξη:
βέλος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
вал, вручати, вручити, держак, древко, жаба, комиш, конюшина, передати, подати, покажчик, показник, півень, рука, ручний, синус, спіраль, стріла, стрілка, індекс, індикатор
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βέλος, βέλοσ του χρόνου, βέλοσ κορινθίασ, βέλος στα αγγλικά, βέλος πλούταρχος στίχοι, βέλος παππάς, βέλος στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
βέλος στα ουκρανικά