lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαλβίδα στα ουκρανικά

Λέξη:
βαλβίδα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
вентиль, віддушина, долоня, зупинити, зупинитися, зупинка, зупиняти, зупинятися, клапан, люк, пальма, поршень, припинити, припиняти, скінчити, спинити, спинитися, спиняти, спинятися, ставати, стати, стоп, хлопавка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βαλβίδα, βαλβίδα ρύθμισης του ρελαντί παροχή αέρα, βαλβίδα καυσαερίων(agr), βαλβίδα εκτόνωσης, βαλβίδα ασφαλείας θερμοσίφωνα, βαλβίδα ασφαλείας, βαλβίδα στα ουκρανικά, вентиль στα ελληνικά
βαλβίδα στα ουκρανικά