lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γέρος στα ουκρανικά

Λέξη:
γέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
використовується, древній, задній, запізнілий, назад, переплести, переплітати, поважний, поношений, преподобний, підтримати, підтримувати, сивий, спина, спинка, старий, старовинний, шановний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γέρος, γέροσ ονειροκρίτησ, γέροσ δημήτρησ, γέρος του μοριά, γέρος της δημοκρατίας, γέρος τα ξύλα που ’εκοψε στην πλάτη κουβαλούσε κι αφού κουράστηκε πολύ το θάνατο καλούσε, γέρος στα ουκρανικά, використовується στα ελληνικά
γέρος στα ουκρανικά