lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γλώσσα στα ουκρανικά

Λέξη:
γλώσσα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
болт, діалект, засув, засувка, мова, мовлення, мову, нападаючий, пароль, промова, промову, страйкар, тікати, усікти, утікати, фразеологія, язик, ідіома
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γλώσσα, γλώσσα του σώματος, γλώσσα στ δημοτικού λύσεις, γλώσσα στ δημοτικού, γλώσσα ε δημοτικού, γλώσσα δ δημοτικού, γλώσσα στα ουκρανικά, болт στα ελληνικά
γλώσσα στα ουκρανικά