lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυναίκα στα ουκρανικά

Λέξη:
γυναίκα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
баба, більша, дружина, дівча, дівчина, дівчинка, жінка, жіночий, зона, краща, краще, кращий, ліпший, область, площа, помічник, район, султанша, індіанка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γυναίκα, γυναίκα υδροχόος, γυναίκα τοξότης, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα περιοδικό, γυναίκα παρθένος, γυναίκα στα ουκρανικά, баба στα ελληνικά
γυναίκα στα ουκρανικά