lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέμα στα ουκρανικά

Λέξη:
δέμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
група, експедиція, кишеньковий, купа, нагромадження, нагромаджувати, нагромадити, надсилання, пакет, пакунок, партія, пачка, передавання, передача, переказ, переказний, пересилання, пересилка, посилка, складати, скласти, трансляція, штабель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δέμα, δέμα στο εξωτερικό, δέμα ονειροκρίτης, δέμα με αντικαταβολή, δέμα ελτα, δέμα διαθέσιμο για εκτελωνισμό, δέμα στα ουκρανικά, група στα ελληνικά
δέμα στα ουκρανικά