lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διασκεδάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
διασκεδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
бавити, веселити, веселіться, відвести, відводити, відхилити, відхиляти, відхиліть, забавити, забавляти, морочити, обманювати, обманіть, поновіть, пригостити, пригощати, розважати, розважити, розважте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διασκεδάζω, διασκεδάζω τις εντυπώσεις, διασκεδάζω συνώνυμα, διασκεδάζω ορισμός, διασκεδάζω μετάφραση, διασκεδάζω και μαθαίνω τα γράμματα, διασκεδάζω στα ουκρανικά, бавити στα ελληνικά
διασκεδάζω στα ουκρανικά