lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεκπεραίωση στα ουκρανικά

Λέξη:
διεκπεραίωση (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
бізнес, бізнесовий, вантажівка, ведення, гендель, діло, діловий, кількість, операція, справа, товарообмін, угода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διεκπεραίωση, διεκπεραίωση τεαδυ, διεκπεραίωση συνώνυμα, διεκπεραίωση συνταξεων ετεα, διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ 2014, διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ, διεκπεραίωση στα ουκρανικά, бізнес στα ελληνικά
διεκπεραίωση στα ουκρανικά